πάσαρα

πάσαρα
η
λεπτή, στενή και ελαφριά λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. passare «περνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πασάρω — πασάρω, πάσαρα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κέλητας — ο 1. άλογο ιππασίας. 2. (ναυτ.), ελαφριά και κομψή βάρκα προορισμένη για τον κυβερνήτη του πλοίου, πάσαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασάρω — και πασέρνω πάσαρα 1. διαβιβάζω κάτι σε άλλον. 2. δίνω σε κάποιον κάτι με δόλιο τρόπο, για να τον εξαπατήσω: Μου πάσαρε δυο κάλπικες λίρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”